ἁδύγλωσσος

ἁδύγλωσσος
ἁ̱δύγλωσσος , ἡδύγλωσσος
sweet-tongued
masc/fem nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδυ- — πρώτο συνθετικό πολλών συνθέτων λ. τής αρχ. δωρικής διαλέκτου, όπως, λ.χ. ἁδυβόας, ἁδύγλωσσος, ἁδυεπής, ἁδυλόγος, ἁδυμελής, ἁδύπνοος, ἁδύπολις, με θέμα ἁδυ από το δωρ. ἁδύς (γλυκός) αντί τού ιων. ἡδύς (πρβλ. αντίστοιχα ιων. αττ. ἡδυβόης,… …   Dictionary of Greek

  • ηδύγλωσσος — η, ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, ον) αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”